- σταφυλόρωγα
- [сгафилорога] ουσ. Θ. виноградная кисть, виноградная ягода,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταφυλόρωγα — η, Ν ρώγα σταφυλιού … Dictionary of Greek
σταφυλόρωγα — η ρώγα σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)